- αναμαλλιάζω
- 1. (για εφήβους) αρχίζω να αποκτώ γένια, μαλλιάζω, βγάζω τρίχες2. (για μάλλινα υφάσματα) χνουδιάζω3. σηκώνονται οι τρίχες τού κεφαλιού μου από θυμό4. ανατριχιάζω από το κρύο5. κάνω τα μαλλιά μου άνω κάτω, τά ανακατώνω.
Dictionary of Greek. 2013.